- ἀμφαλείφω
- ἀμφ-αλείφω, rings salben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αμφαλείφω — ἀμφαλείφω (Α) (μόνο σε τμήση) αλείφω ολόγυρα, παντού, περιαλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀλείφω] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek